Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nòta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔta]

1 (annotazione) η σημείωση
2 musica η νότα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nostromo notabile  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


degno di nota = αξιοσημείωτος [-η, -ο]


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nostalgico (αρσ. επίθ και ουσ)
nostrale (επίθ.)
nostrano (αρσ. επίθ και ουσ)
nostro (ουσ αρσ )
nostromo (ουσ αρσ )
nota (θηλ.ουσ)
notabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
notabilità (θηλ.ουσ)
notaio (ουσ αρσ )
notare (ρ. μτβ.)
notaresco (επίθ.)
notariato (ουσ αρσ )
notarile (επίθ.)
notazione (θηλ.ουσ)
notes (ουσ αρσ )
notevole (επίθ.)
notifica (θηλ.ουσ)
notificare (ρ. μτβ.)
notificazione (θηλ.ουσ)
notista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---