Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


normalménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [normalˈmente]

1 συνήθως
2 ομαλά
3 κανονικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  normalizzazione Normandia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

norma (θηλ.ουσ)
normale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
normalità (θηλ.ουσ)
normalizzare (ρ. μτβ.)
normalizzazione (θηλ.ουσ)
normalmente (επίρ.)
Normandia (κύρ.όν. θηλ.)
normanno (αρσ. επίθ και ουσ)
normativa (θηλ.ουσ)
normatività (θηλ.ουσ)
normativo (επίθ.)
normografo (ουσ αρσ )
norvegese (ουσ αρσ και θηλ.)
norvegese (επίθ.)
Norvegia (θηλ.ουσ)
nosocomiale (επίθ.)
nosocomio (ουσ αρσ )
nosofobia (θηλ.ουσ)
nosografia (θηλ.ουσ)
nosografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---