Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


normàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [norˈmale]

κανονικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  norma normalità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nord–ovest (επίθ.)
nordvietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noria (θηλ.ουσ)
Norimberga (κύρ.όν. θηλ.)
norma (θηλ.ουσ)
normale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
normalità (θηλ.ουσ)
normalizzare (ρ. μτβ.)
normalizzazione (θηλ.ουσ)
normalmente (επίρ.)
Normandia (κύρ.όν. θηλ.)
normanno (αρσ. επίθ και ουσ)
normativa (θηλ.ουσ)
normatività (θηλ.ουσ)
normativo (επίθ.)
normografo (ουσ αρσ )
norvegese (ουσ αρσ και θηλ.)
norvegese (επίθ.)
Norvegia (θηλ.ουσ)
nosocomiale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---