Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nord–òvest  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,nɔrˈdɔvest]

βορειοδυτικός (-ή, -ό)

nord–òvest  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,nɔrˈdɔvest]

βορειοδυτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nordista nordvietnamita  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a nordovest di = βορειοδυτικά από


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nordest, nord–est (ουσ αρσ )
nordeuropeo (αρσ. επίθ και ουσ)
nordico (ουσ αρσ )
nordico (επίθ.)
nordista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nord–ovest (ουσ αρσ )
nord–ovest (επίθ.)
nordvietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noria (θηλ.ουσ)
Norimberga (κύρ.όν. θηλ.)
norma (θηλ.ουσ)
normale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
normalità (θηλ.ουσ)
normalizzare (ρ. μτβ.)
normalizzazione (θηλ.ουσ)
normalmente (επίρ.)
Normandia (κύρ.όν. θηλ.)
normanno (αρσ. επίθ και ουσ)
normativa (θηλ.ουσ)
normatività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---