Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnord–òvest
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,nɔrˈdɔvest] βορειοδυτικός (-ή, -ό) nord–òvest επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,nɔrˈdɔvest] βορειοδυτικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa nordovest di = βορειοδυτικά από Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |