Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nòria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔrja]

1 τροχός άντλησης νερού
2 νόρια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nordvietnamita Norimberga  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nordico (επίθ.)
nordista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nord–ovest (ουσ αρσ )
nord–ovest (επίθ.)
nordvietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noria (θηλ.ουσ)
Norimberga (κύρ.όν. θηλ.)
norma (θηλ.ουσ)
normale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
normalità (θηλ.ουσ)
normalizzare (ρ. μτβ.)
normalizzazione (θηλ.ουσ)
normalmente (επίρ.)
Normandia (κύρ.όν. θηλ.)
normanno (αρσ. επίθ και ουσ)
normativa (θηλ.ουσ)
normatività (θηλ.ουσ)
normativo (επίθ.)
normografo (ουσ αρσ )
norvegese (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---