Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Norimbèrga
κύριο όνομα θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [norimˈbɛrga]

Νυρεμβέργη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  noria norma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nordista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nord–ovest (ουσ αρσ )
nord–ovest (επίθ.)
nordvietnamita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noria (θηλ.ουσ)
Norimberga (κύρ.όν. θηλ.)
norma (θηλ.ουσ)
normale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
normalità (θηλ.ουσ)
normalizzare (ρ. μτβ.)
normalizzazione (θηλ.ουσ)
normalmente (επίρ.)
Normandia (κύρ.όν. θηλ.)
normanno (αρσ. επίθ και ουσ)
normativa (θηλ.ουσ)
normatività (θηλ.ουσ)
normativo (επίθ.)
normografo (ουσ αρσ )
norvegese (ουσ αρσ και θηλ.)
norvegese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---