Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

municìpio (ουσ αρσ ) muratùra (θηλ.ουσ)
munificaménte (επίρ.) murèna (θηλ.ουσ)
munificènte (επίθ.) muriàtico (επίθ.)
munificènza (θηλ.ουσ) muricciòlo (ουσ αρσ )
munìfico (επίθ.) mùrice (ουσ αρσ )
munìre (ρ. μτβ.) murìcolo (επίθ.)
munirsi (ρ.μ. (αντων.)) murìno (αρσ. επίθ και ουσ)
munizionaménto (ουσ αρσ ) mùro (ουσ αρσ )
munizióne (θηλ.ουσ) mùsa (θηλ.ουσ)
muóne (ουσ αρσ ) musaràgno (ουσ αρσ )
muòvere (ρ.αμτβ.) musàta (θηλ.ουσ)
muòvere (ρ. μτβ.) muscarìna (θηλ.ουσ)
muòversi (ρ. μ. αμτβ.) muschiàto (επίθ.)
mùra (θηλ. ουσ πληθ.) mùschio (ουσ αρσ )
muràglia (θηλ.ουσ) muscolàre (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
muragliòne (ουσ αρσ ) muscolatùra (θηλ.ουσ)
muraiòla (θηλ.ουσ) muscolìna (θηλ.ουσ)
muraiòlo (αρσ. επίθ και ουσ) mùscolo (ουσ αρσ )
muràle (επίθ.) muscolosità (θηλ.ουσ)
muràre (ρ. μτβ.) muscolóso (επίθ.)
murarsi (ρ.μ. (αντων.)) muscóso (επίθ.)
muràrio (επίθ.) muscovìte (θηλ.ουσ)
muràta (θηλ.ουσ) musèo (ουσ αρσ )
muràto (αρσ. επίθ και ουσ) museruòla (θηλ.ουσ)
muratóre (ουσ αρσ ) musétto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: