Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


muragliòne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [muraʎˈʎone]

1 ογκώδης τοίχος
2 ανάχωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  muraglia muraiola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

muovere (ρ.αμτβ.)
muovere (ρ. μτβ.)
muoversi (ρ. μ. αμτβ.)
mura (θηλ. ουσ πληθ.)
muraglia (θηλ.ουσ)
muraglione (ουσ αρσ )
muraiola (θηλ.ουσ)
muraiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
murale (επίθ.)
murare (ρ. μτβ.)
murarsi (ρ.μ. (αντων.))
murario (επίθ.)
murata (θηλ.ουσ)
murato (αρσ. επίθ και ουσ)
muratore (ουσ αρσ )
muratura (θηλ.ουσ)
murena (θηλ.ουσ)
muriatico (επίθ.)
muricciolo (ουσ αρσ )
murice (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---