Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


muòvere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmwɔvere]

κουνώ, κινώ

muòvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmwɔvere]

1 συγκινώ
2 εκστομίζω
3 κεντρίζω
4 κουνώ
5 σείω
6 παρακινώ
7 παροτρύνω
8 εξάπτω
9 κινώ
10 παρωθώ
11 διώχνω
12 προτρέπω
13 προκαλώ
14 εγείρω
15 τραβώ
16 οδηγώ
17 κατευθύνω
18 διεξάγω
19 διεγείρω
20 εξαπολύω
21 υψώνω
22 εξεγείρω
23 συνεγείρω

muòversi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈmwɔversi]

κινούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  muone mura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

munire (ρ. μτβ.)
munirsi (ρ.μ. (αντων.))
munizionamento (ουσ αρσ )
munizione (θηλ.ουσ)
muone (ουσ αρσ )
muovere (ρ.αμτβ.)
muovere (ρ. μτβ.)
muoversi (ρ. μ. αμτβ.)
mura (θηλ. ουσ πληθ.)
muraglia (θηλ.ουσ)
muraglione (ουσ αρσ )
muraiola (θηλ.ουσ)
muraiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
murale (επίθ.)
murare (ρ. μτβ.)
murarsi (ρ.μ. (αντων.))
murario (επίθ.)
murata (θηλ.ουσ)
murato (αρσ. επίθ και ουσ)
muratore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---