Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


muràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [muˈrare]

1 τοιχίζω
2 εντοιχίζω
3 περιχαρακώνω
4 μαντρώνω
5 περιτοιχίζω
6 θάβω μέσα σε τοίχο
7 περικλείω με τοίχους
8 τοιχογυρίζω

murarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [muˈrarsi]

1 θάβομαι
2 απομονώνομαι
3 αποτραβιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  murale murario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

muraglia (θηλ.ουσ)
muraglione (ουσ αρσ )
muraiola (θηλ.ουσ)
muraiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
murale (επίθ.)
murare (ρ. μτβ.)
murarsi (ρ.μ. (αντων.))
murario (επίθ.)
murata (θηλ.ουσ)
murato (αρσ. επίθ και ουσ)
muratore (ουσ αρσ )
muratura (θηλ.ουσ)
murena (θηλ.ουσ)
muriatico (επίθ.)
muricciolo (ουσ αρσ )
murice (ουσ αρσ )
muricolo (επίθ.)
murino (αρσ. επίθ και ουσ)
muro (ουσ αρσ )
musa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---