muratùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [muraˈtura]
1 τειχοδομία
2 εγκλωβισμός
3 λιθοδομία
4 τοιχοδόμηση με πέτρες
5 προετοιμασία πέτρας για χτίσιμο
6 τοιχοδομή με λίθους
7 λιθοδομή
8 δόμηση τείχους
9 τοιχοδομία με πέτρες
10 τοιχοποιία με λίθους
11 τοιχογύρισμα
12 τείχιση
13 περιτοίχιση
14 τοίχιση
15 τοιχοδομή
16 τοιχοδομία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [muraˈtura]
1 τειχοδομία
2 εγκλωβισμός
3 λιθοδομία
4 τοιχοδόμηση με πέτρες
5 προετοιμασία πέτρας για χτίσιμο
6 τοιχοδομή με λίθους
7 λιθοδομή
8 δόμηση τείχους
9 τοιχοδομία με πέτρες
10 τοιχοποιία με λίθους
11 τοιχογύρισμα
12 τείχιση
13 περιτοίχιση
14 τοίχιση
15 τοιχοδομή
16 τοιχοδομία
permalink
muratura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android