Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmuscarìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [muskaˈrina] μουσκαρίνη (εξαιρετικά δηλητηριώδες αλκαλοειδές C_9H_21NO_3) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |