Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


musèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [muˈzɛo]

το μουσείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  muscovite museruola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


museo [αρσ.] delle cere = το μουσείο των κέρινων ομοιωμάτων


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

muscolo (ουσ αρσ )
muscolosità (θηλ.ουσ)
muscoloso (επίθ.)
muscoso (επίθ.)
muscovite (θηλ.ουσ)
museo (ουσ αρσ )
museruola (θηλ.ουσ)
musetto (ουσ αρσ )
musica (θηλ.ουσ)
musicabile (επίθ.)
musical (ουσ αρσ )
musicale (επίθ.)
musicalità (θηλ.ουσ)
musicalmente (επίρ.)
musicante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
musicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
musicassetta (θηλ.ουσ)
music–hall (ουσ αρσ )
musichetta (θηλ.ουσ)
musicista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---