Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmuscolóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [muskoˈloso], [muskoˈlozo] 1 εύρωστος 2 ρωμαλέος 3 μυώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |