Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


muscolàre  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [muskoˈlare]

1 μυώδης
2 μυὶκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  muschio muscolatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

musaragno (ουσ αρσ )
musata (θηλ.ουσ)
muscarina (θηλ.ουσ)
muschiato (επίθ.)
muschio (ουσ αρσ )
muscolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
muscolatura (θηλ.ουσ)
muscolina (θηλ.ουσ)
muscolo (ουσ αρσ )
muscolosità (θηλ.ουσ)
muscoloso (επίθ.)
muscoso (επίθ.)
muscovite (θηλ.ουσ)
museo (ουσ αρσ )
museruola (θηλ.ουσ)
musetto (ουσ αρσ )
musica (θηλ.ουσ)
musicabile (επίθ.)
musical (ουσ αρσ )
musicale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---