Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


muscolatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [muskolaˈtura]

μυὶκό σύστημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  muscolare muscolina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

musata (θηλ.ουσ)
muscarina (θηλ.ουσ)
muschiato (επίθ.)
muschio (ουσ αρσ )
muscolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
muscolatura (θηλ.ουσ)
muscolina (θηλ.ουσ)
muscolo (ουσ αρσ )
muscolosità (θηλ.ουσ)
muscoloso (επίθ.)
muscoso (επίθ.)
muscovite (θηλ.ουσ)
museo (ουσ αρσ )
museruola (θηλ.ουσ)
musetto (ουσ αρσ )
musica (θηλ.ουσ)
musicabile (επίθ.)
musical (ουσ αρσ )
musicale (επίθ.)
musicalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---