Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


musicalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [muzikaliˈta]

1 μελωδικότητα
2 μουσικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  musicale musicalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

musetto (ουσ αρσ )
musica (θηλ.ουσ)
musicabile (επίθ.)
musical (ουσ αρσ )
musicale (επίθ.)
musicalità (θηλ.ουσ)
musicalmente (επίρ.)
musicante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
musicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
musicassetta (θηλ.ουσ)
music–hall (ουσ αρσ )
musichetta (θηλ.ουσ)
musicista (ουσ αρσ και θηλ.)
musico (ουσ αρσ )
musico (επίθ.)
musicografo (ουσ αρσ )
musicologia (θηλ.ουσ)
musicologico (επίθ.)
musicologo (ουσ αρσ )
musicomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---