Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmùro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmuro] ο τοίχος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαarmadio [αρσ.] a muro = η εντοιχισμένη ντουλάπα || le mura [θηλ. πλυθ.] della città = τα τείχη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |