Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


muràto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [muˈrato]

1 εσώκλειστος
2 περιορισμένος
3 εντοιχισμένος
4 τοιχισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  murata muratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

murale (επίθ.)
murare (ρ. μτβ.)
murarsi (ρ.μ. (αντων.))
murario (επίθ.)
murata (θηλ.ουσ)
murato (αρσ. επίθ και ουσ)
muratore (ουσ αρσ )
muratura (θηλ.ουσ)
murena (θηλ.ουσ)
muriatico (επίθ.)
muricciolo (ουσ αρσ )
murice (ουσ αρσ )
muricolo (επίθ.)
murino (αρσ. επίθ και ουσ)
muro (ουσ αρσ )
musa (θηλ.ουσ)
musaragno (ουσ αρσ )
musata (θηλ.ουσ)
muscarina (θηλ.ουσ)
muschiato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---