Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmuràto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [muˈrato] 1 εσώκλειστος 2 περιορισμένος 3 εντοιχισμένος 4 τοιχισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |