Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmunizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [munitˈtsjone] 1 εφοδιασμός σε πυρομαχικά 2 εφοδιασμός σε πολεμοφόδια 3 (al plurale: ((munizioni))) πυρομαχικά, πολεμοφόδια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |