Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


munizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [munitˈtsjone]

1 εφοδιασμός σε πυρομαχικά
2 εφοδιασμός σε πολεμοφόδια 3 (al plurale: ((munizioni))) πυρομαχικά, πολεμοφόδια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  munizionamento muone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

munificenza (θηλ.ουσ)
munifico (επίθ.)
munire (ρ. μτβ.)
munirsi (ρ.μ. (αντων.))
munizionamento (ουσ αρσ )
munizione (θηλ.ουσ)
muone (ουσ αρσ )
muovere (ρ.αμτβ.)
muovere (ρ. μτβ.)
muoversi (ρ. μ. αμτβ.)
mura (θηλ. ουσ πληθ.)
muraglia (θηλ.ουσ)
muraglione (ουσ αρσ )
muraiola (θηλ.ουσ)
muraiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
murale (επίθ.)
murare (ρ. μτβ.)
murarsi (ρ.μ. (αντων.))
murario (επίθ.)
murata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---