Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


munìfico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [muˈnifiko]

1 γενναιόδωρος
2 πολύδωρος
3 ελευθέριος
4 ανοιχτοχέρης
5 φιλότιμος
6 κουβαρντάς
7 χουβαρντάς
8 ιπποτικός
9 δαψιλής
10 αφειδώλευτος
11 μεγαλόδωρος
12 πλουσιοπάροχος
13 γαλαντόμος
14 απλόχερος
15 απλοχέρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  munificenza munire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

municipalizzazione (θηλ.ουσ)
municipio (ουσ αρσ )
munificamente (επίρ.)
munificente (επίθ.)
munificenza (θηλ.ουσ)
munifico (επίθ.)
munire (ρ. μτβ.)
munirsi (ρ.μ. (αντων.))
munizionamento (ουσ αρσ )
munizione (θηλ.ουσ)
muone (ουσ αρσ )
muovere (ρ.αμτβ.)
muovere (ρ. μτβ.)
muoversi (ρ. μ. αμτβ.)
mura (θηλ. ουσ πληθ.)
muraglia (θηλ.ουσ)
muraglione (ουσ αρσ )
muraiola (θηλ.ουσ)
muraiolo (αρσ. επίθ και ουσ)
murale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---