ItalianoGreco


munificènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [munifiˈʧɛntsa]

1 κουβαρνταλίκι
2 γαλαντομία
3 μεγαλοδωρία
4 δαψίλεια
5 απλοχεριά
6 αφειδία
7 πολυδωρία
8 αβερτοσύνη
9 ελευθεριότητα
10 γενναιοδωρία
11 χουβαρνταλίκι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---