Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monotonìa (θηλ.ουσ) montàre (ρ. μτβ.)
monòtono (επίθ.) montarsi (ρ.μ. (αντων.))
monotòno (επίθ.) montàta (θηλ.ουσ)
monotrèmi (ουσ αρσ πληθ.) montàto (αρσ. επίθ και ουσ)
monottòngo (ουσ αρσ ) montatóio (ουσ αρσ )
monotype (θηλ.ουσ) montatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
monoùso (επίθ.) montatùra (θηλ.ουσ)
monovalènte (επίθ.) montavivànde (ουσ αρσ )
monovèrbo (ουσ αρσ ) mónte (ουσ αρσ )
monsignóre (ουσ αρσ ) montebiànco (ουσ αρσ )
monsóne (ουσ αρσ ) Montécchi (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
monsònico (επίθ.) montenegrìno (ουσ αρσ )
mónta (θηλ.ουσ) montenegrìno (επίθ.)
montacàrichi (ουσ αρσ ) monteprèmi (ουσ αρσ )
montàggio (ουσ αρσ ) montessoriàno (αρσ. επίθ και ουσ)
montàgna (θηλ.ουσ) montgòmery (ουσ αρσ )
montagnòla (θηλ.ουσ) monticàre (ρ.αμτβ.)
montagnóso (επίθ.) montóne (ουσ αρσ )
montanàro (ουσ αρσ ) montuosità (θηλ.ουσ)
montanàro (επίθ.) montuóso (επίθ.)
montanèllo (ουσ αρσ ) montùra (θηλ.ουσ)
montanìno (αρσ. επίθ και ουσ) monumentàle (επίθ.)
montàno (επίθ.) monumentalità (θηλ.ουσ)
montànte (αρσ. επίθ και ουσ) monuménto (ουσ αρσ )
montàre (ρ.αμτβ.) moquette (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: