Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Αποσαφήνιση


Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • monòtono (επίθ.) che ha sempre lo stesso tono ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • monotòno (επίθ.) termine matematico


monòtono  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈnɔtono]

1 βαρετός
2 μονότονος
3 πληκτικός
4 ανιαρός
5 ρουτινιάρικος
6 κουραστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monotonia monotono  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monotipia (θηλ.ουσ)
monotipico (επίθ.)
monotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
monotipo (αρσ. επίθ και ουσ)
monotonia (θηλ.ουσ)
monotono (επίθ.)
monotono (επίθ.)
monotremi (ουσ αρσ πληθ.)
monottongo (ουσ αρσ )
monotype (θηλ.ουσ)
monouso (επίθ.)
monovalente (επίθ.)
monoverbo (ουσ αρσ )
monsignore (ουσ αρσ )
monsone (ουσ αρσ )
monsonico (επίθ.)
monta (θηλ.ουσ)
montacarichi (ουσ αρσ )
montaggio (ουσ αρσ )
montagna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---