Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monotonìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monotoˈnia]

1 βαριεστιμάρα
2 ανία
3 βαρεμάρα
4 μονοτονία
5 καθημερινότητα
6 ρουτίνα
7 πλήξη
8 μονοτονία
9 πληκτικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monotipo monotono  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monotematico (επίθ.)
monotipia (θηλ.ουσ)
monotipico (επίθ.)
monotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
monotipo (αρσ. επίθ και ουσ)
monotonia (θηλ.ουσ)
monotono (επίθ.)
monotono (επίθ.)
monotremi (ουσ αρσ πληθ.)
monottongo (ουσ αρσ )
monotype (θηλ.ουσ)
monouso (επίθ.)
monovalente (επίθ.)
monoverbo (ουσ αρσ )
monsignore (ουσ αρσ )
monsone (ουσ αρσ )
monsonico (επίθ.)
monta (θηλ.ουσ)
montacarichi (ουσ αρσ )
montaggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---