monotonìa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [monotoˈnia]
1 βαριεστιμάρα
2 ανία
3 βαρεμάρα
4 μονοτονία
5 καθημερινότητα
6 ρουτίνα
7 πλήξη
8 μονοτονία
9 πληκτικότητα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [monotoˈnia]
1 βαριεστιμάρα
2 ανία
3 βαρεμάρα
4 μονοτονία
5 καθημερινότητα
6 ρουτίνα
7 πλήξη
8 μονοτονία
9 πληκτικότητα
permalink
monotonia (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android