Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonotonìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [monotoˈnia] 1 βαριεστιμάρα 2 ανία 3 βαρεμάρα 4 μονοτονία 5 καθημερινότητα 6 ρουτίνα 7 πλήξη 8 μονοτονία 9 πληκτικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |