Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monotrèmi  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [monoˈtrɛmi]

Μονοτρήματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monotono monottongo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monotipista (ουσ αρσ και θηλ.)
monotipo (αρσ. επίθ και ουσ)
monotonia (θηλ.ουσ)
monotono (επίθ.)
monotono (επίθ.)
monotremi (ουσ αρσ πληθ.)
monottongo (ουσ αρσ )
monotype (θηλ.ουσ)
monouso (επίθ.)
monovalente (επίθ.)
monoverbo (ουσ αρσ )
monsignore (ουσ αρσ )
monsone (ουσ αρσ )
monsonico (επίθ.)
monta (θηλ.ουσ)
montacarichi (ουσ αρσ )
montaggio (ουσ αρσ )
montagna (θηλ.ουσ)
montagnola (θηλ.ουσ)
montagnoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---