mónta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmonta]
1 ιπποφορβείο
2 τόπος που στέλνουν θηλυκά για αναπαραγωγή
3 μαρκάλισμα
4 καβαλίκεμα
5 κορυφή τόξου
6 ίππευση
7 ιπποτροφείο
8 καβάλημα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ˈmonta]
1 ιπποφορβείο
2 τόπος που στέλνουν θηλυκά για αναπαραγωγή
3 μαρκάλισμα
4 καβαλίκεμα
5 κορυφή τόξου
6 ίππευση
7 ιπποτροφείο
8 καβάλημα
permalink
monta (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android