Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monovèrbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɔnoˈvɛrbo]

γρίφος με μια μόνο λέξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monovalente monsignore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monotremi (ουσ αρσ πληθ.)
monottongo (ουσ αρσ )
monotype (θηλ.ουσ)
monouso (επίθ.)
monovalente (επίθ.)
monoverbo (ουσ αρσ )
monsignore (ουσ αρσ )
monsone (ουσ αρσ )
monsonico (επίθ.)
monta (θηλ.ουσ)
montacarichi (ουσ αρσ )
montaggio (ουσ αρσ )
montagna (θηλ.ουσ)
montagnola (θηλ.ουσ)
montagnoso (επίθ.)
montanaro (ουσ αρσ )
montanaro (επίθ.)
montanello (ουσ αρσ )
montanino (αρσ. επίθ και ουσ)
montano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---