Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mondézza (θηλ.ουσ) monetizzazióne (θηλ.ουσ)
mondezzàio (ουσ αρσ ) mongolfièra (θηλ.ουσ)
mondiàle (ουσ αρσ ) mongòlico (επίθ.)
mondiàle (επίθ.) mongolìsmo (ουσ αρσ )
mondìglia (θηλ.ουσ) mòngolo (ουσ αρσ )
mondìna (θηλ.ουσ) mòngolo (επίθ.)
móndo (ουσ αρσ ) mongolòide (ουσ αρσ και θηλ.)
móndo (επίθ.) mongolòide (επίθ.)
mondovisióne (θηλ.ουσ) monìle (ουσ αρσ )
monegàsco (ουσ αρσ ) monìsmo (ουσ αρσ )
monegàsco (επίθ.) monìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
monèlla (θηλ.ουσ) monìstico (επίθ.)
monellerìa (θηλ.ουσ) mònito (ουσ αρσ )
monellésco (επίθ.) monitor (ουσ αρσ )
monèllo (ουσ αρσ ) monitoràggio (ουσ αρσ )
monéta (θηλ.ουσ) monitóre (ουσ αρσ )
monetàbile (επίθ.) monitòrio (ουσ αρσ )
monetàggio (ουσ αρσ ) monitòrio (επίθ.)
monetàle (επίθ.) monitorizzàre (ρ. μτβ.)
monetàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) mònna (θηλ.ουσ)
monetàrio (επίθ.) monoàcido (επίθ.)
monetarìsmo (ουσ αρσ ) monoàlbero (επίθ.)
monetazióne (θηλ.ουσ) monoassiàle (επίθ.)
monetière (ουσ αρσ ) monoatòmico (επίθ.)
monetizzàre (ρ. μτβ.) monoauràle (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: