Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inflazionìsmo (ουσ αρσ ) infoltìre (ρ.αμτβ.)
inflazionìsta (ουσ αρσ και θηλ.) infoltìre (ρ. μτβ.)
inflazionìstico (επίθ.) infondatézza (θηλ.ουσ)
inflessìbile (επίθ.) infondàto (επίθ.)
inflessibilità (θηλ.ουσ) infóndere (ρ. μτβ.)
inflessióne (θηλ.ουσ) inforcàre (ρ. μτβ.)
inflèttere (ρ. μτβ.) inforcatùra (θηλ.ουσ)
inflìggere (ρ. μτβ.) informàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inflizióne (θηλ.ουσ) informalità (θηλ.ουσ)
influènte (αρσ. επίθ και ουσ) informàre (ρ. μτβ.)
influènza (θηλ.ουσ) informarsi (ρ.μ. (αντων.))
influenzàbile (επίθ.) informàtica (θηλ.ουσ)
influenzàle (επίθ.) informàtico (αρσ. επίθ και ουσ)
influenzàre (ρ. μτβ.) informatìvo (επίθ.)
influenzarsi (ρ.μ. (αντων.)) informatizzàre (ρ. μτβ.)
influenzàto (επίθ.) informàto (επίθ.)
influìre (ρ.αμτβ.) informatóre (ουσ αρσ )
inflùsso (ουσ αρσ ) informatóre (επίθ.)
infocàre (ρ. μτβ.) informazióne (θηλ.ουσ)
infocarsi (ρ.μ. (αντων.)) infórme (επίθ.)
infocàto (επίθ.) informicolaménto (ουσ αρσ )
infoderàre (ρ. μτβ.) informicoliménto (ουσ αρσ )
infognàrsi (ρ. μ. αμτβ.) informicolìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
infòlio (ουσ αρσ ) informità (θηλ.ουσ)
infòlio (επίθ.) infornaciàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: