Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


informicolìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [informikoˈlirsi]

1 αισθάνομαι φαγούρα ή γαργαλητό
2 μουδιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  informicolimento informità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

informatore (επίθ.)
informazione (θηλ.ουσ)
informe (επίθ.)
informicolamento (ουσ αρσ )
informicolimento (ουσ αρσ )
informicolirsi (ρ. μ. αμτβ.)
informità (θηλ.ουσ)
infornaciare (ρ. μτβ.)
infornaciata (θηλ.ουσ)
infornapane (ουσ αρσ )
infornare (ρ. μτβ.)
infornata (θηλ.ουσ)
infortire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infortirsi (ρ.μ. (αντων.))
infortunarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infortunato (ουσ αρσ )
infortunato (επίθ.)
infortunio (ουσ αρσ )
infortunistica (θηλ.ουσ)
infortunistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---