Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infortìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inforˈtire]

ξινίζω

infortirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inforˈtirsi]

Ξινίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infornata infortunarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infornaciare (ρ. μτβ.)
infornaciata (θηλ.ουσ)
infornapane (ουσ αρσ )
infornare (ρ. μτβ.)
infornata (θηλ.ουσ)
infortire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infortirsi (ρ.μ. (αντων.))
infortunarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infortunato (ουσ αρσ )
infortunato (επίθ.)
infortunio (ουσ αρσ )
infortunistica (θηλ.ουσ)
infortunistico (επίθ.)
infoscarsi (ρ.μ. (αντων.))
infossamento (ουσ αρσ )
infossare (ρ. μτβ.)
infossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infossato (επίθ.)
infracidire (ρ.αμτβ.)
infradiciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---