Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infortunàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infortuˈnato]

1 τραυματίας
2 θύμα ατυχήματος

infortunàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infortuˈnato]

άτυχος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infortunarsi infortunio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infornare (ρ. μτβ.)
infornata (θηλ.ουσ)
infortire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infortirsi (ρ.μ. (αντων.))
infortunarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infortunato (ουσ αρσ )
infortunato (επίθ.)
infortunio (ουσ αρσ )
infortunistica (θηλ.ουσ)
infortunistico (επίθ.)
infoscarsi (ρ.μ. (αντων.))
infossamento (ουσ αρσ )
infossare (ρ. μτβ.)
infossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infossato (επίθ.)
infracidire (ρ.αμτβ.)
infradiciamento (ουσ αρσ )
infradiciare (ρ. μτβ.)
infradiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
infradiciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---