Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infradiciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infradiˈʧare]

1 σαπίζω
2 καθυγραίνω
3 κάνω κάτι να χαλάσει
4 μουσκεύω
5 διαβρέχω
6 αποσαθρώνω
7 αποσυντίθεμαι

infradiciarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infradiˈʧarsi]

1 διαποτίζομαι
2 γίνομαι κάθυγρος
3 διαβρέχομαι
4 μουσκεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infradiciamento infradiciata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infossare (ρ. μτβ.)
infossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infossato (επίθ.)
infracidire (ρ.αμτβ.)
infradiciamento (ουσ αρσ )
infradiciare (ρ. μτβ.)
infradiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
infradiciata (θηλ.ουσ)
infradiciato (επίθ.)
infradiciatura (θηλ.ουσ)
infragilimento (ουσ αρσ )
inframmettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inframmettenza (θηλ.ουσ)
inframmettere (ρ. μτβ.)
inframmettersi (ρ.μ. (αντων.))
inframmezzare (ρ. μτβ.)
infrancesare (ρ. μτβ.)
infrancesarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrangere (ρ. μτβ.)
infrangersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---