Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinframmettènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inframmetˈtɛntsa] 1 επέμβαση 2 ανάμειξη 3 παρέμβαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |