Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inframmettènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inframmetˈtɛntsa]

1 επέμβαση
2 ανάμειξη
3 παρέμβαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inframmettente inframmettere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infradiciata (θηλ.ουσ)
infradiciato (επίθ.)
infradiciatura (θηλ.ουσ)
infragilimento (ουσ αρσ )
inframmettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inframmettenza (θηλ.ουσ)
inframmettere (ρ. μτβ.)
inframmettersi (ρ.μ. (αντων.))
inframmezzare (ρ. μτβ.)
infrancesare (ρ. μτβ.)
infrancesarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrangere (ρ. μτβ.)
infrangersi (ρ.μ. (αντων.))
infrangibile (επίθ.)
infrangimento (ουσ αρσ )
infranto (επίθ.)
infrarosso (ουσ αρσ )
infrarosso (επίθ.)
infrascare (ρ. μτβ.)
infrascarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---