Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infragiliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [infraʤiliˈmento]

Ενδογαλακτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infradiciatura inframmettente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infradiciare (ρ. μτβ.)
infradiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
infradiciata (θηλ.ουσ)
infradiciato (επίθ.)
infradiciatura (θηλ.ουσ)
infragilimento (ουσ αρσ )
inframmettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inframmettenza (θηλ.ουσ)
inframmettere (ρ. μτβ.)
inframmettersi (ρ.μ. (αντων.))
inframmezzare (ρ. μτβ.)
infrancesare (ρ. μτβ.)
infrancesarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrangere (ρ. μτβ.)
infrangersi (ρ.μ. (αντων.))
infrangibile (επίθ.)
infrangimento (ουσ αρσ )
infranto (επίθ.)
infrarosso (ουσ αρσ )
infrarosso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---