Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inframmezzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inframmedˈdzare]

1 παραποιώ κείμενο με προσθήκες
2 παρεμβάλλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inframmettersi infrancesare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infragilimento (ουσ αρσ )
inframmettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inframmettenza (θηλ.ουσ)
inframmettere (ρ. μτβ.)
inframmettersi (ρ.μ. (αντων.))
inframmezzare (ρ. μτβ.)
infrancesare (ρ. μτβ.)
infrancesarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrangere (ρ. μτβ.)
infrangersi (ρ.μ. (αντων.))
infrangibile (επίθ.)
infrangimento (ουσ αρσ )
infranto (επίθ.)
infrarosso (ουσ αρσ )
infrarosso (επίθ.)
infrascare (ρ. μτβ.)
infrascarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrascritto (επίθ.)
infrasettimanale (επίθ.)
infrasonoro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---