Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infrancesàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infranʧeˈzare]

μετατρέπω σύμφωνα με (ή κατά) την γαλλική γλώσσα

infrancesarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [infranʧeˈzarsi]

δέχομαι γαλλικές επιδράσεις (στη γλώσσα και αλλού)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inframmezzare infrangere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inframmettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inframmettenza (θηλ.ουσ)
inframmettere (ρ. μτβ.)
inframmettersi (ρ.μ. (αντων.))
inframmezzare (ρ. μτβ.)
infrancesare (ρ. μτβ.)
infrancesarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrangere (ρ. μτβ.)
infrangersi (ρ.μ. (αντων.))
infrangibile (επίθ.)
infrangimento (ουσ αρσ )
infranto (επίθ.)
infrarosso (ουσ αρσ )
infrarosso (επίθ.)
infrascare (ρ. μτβ.)
infrascarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrascritto (επίθ.)
infrasettimanale (επίθ.)
infrasonoro (επίθ.)
infrastruttura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---