Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infradiciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infradiʧaˈtura]

1 διάβρεξη
2 μούλιασμα
3 σάπισμα
4 αποσύνθεση
5 σαπίλα
6 βρέξιμο
7 χάλασμα
8 διαβροχή
9 μουσκίδι
10 εμποτισμός
11 διαπότιση
12 μούσκεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infradiciato infragilimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infradiciamento (ουσ αρσ )
infradiciare (ρ. μτβ.)
infradiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
infradiciata (θηλ.ουσ)
infradiciato (επίθ.)
infradiciatura (θηλ.ουσ)
infragilimento (ουσ αρσ )
inframmettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inframmettenza (θηλ.ουσ)
inframmettere (ρ. μτβ.)
inframmettersi (ρ.μ. (αντων.))
inframmezzare (ρ. μτβ.)
infrancesare (ρ. μτβ.)
infrancesarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrangere (ρ. μτβ.)
infrangersi (ρ.μ. (αντων.))
infrangibile (επίθ.)
infrangimento (ουσ αρσ )
infranto (επίθ.)
infrarosso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---