Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infradiciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [infradiˈʧato]

1 νοτισμένος
2 κάθυγρος
3 μουσκεμένος
4 βρεγμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infradiciata infradiciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infracidire (ρ.αμτβ.)
infradiciamento (ουσ αρσ )
infradiciare (ρ. μτβ.)
infradiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
infradiciata (θηλ.ουσ)
infradiciato (επίθ.)
infradiciatura (θηλ.ουσ)
infragilimento (ουσ αρσ )
inframmettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inframmettenza (θηλ.ουσ)
inframmettere (ρ. μτβ.)
inframmettersi (ρ.μ. (αντων.))
inframmezzare (ρ. μτβ.)
infrancesare (ρ. μτβ.)
infrancesarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrangere (ρ. μτβ.)
infrangersi (ρ.μ. (αντων.))
infrangibile (επίθ.)
infrangimento (ουσ αρσ )
infranto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---