Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infradiciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [infradiˈʧata]

1 μούλιασμα
2 βρέξιμο
3 μουσκίδι
4 εμποτισμός
5 μούσκεμα
6 διαβροχή
7 διαπότιση
8 διάβρεξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infradiciarsi infradiciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infossato (επίθ.)
infracidire (ρ.αμτβ.)
infradiciamento (ουσ αρσ )
infradiciare (ρ. μτβ.)
infradiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
infradiciata (θηλ.ουσ)
infradiciato (επίθ.)
infradiciatura (θηλ.ουσ)
infragilimento (ουσ αρσ )
inframmettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inframmettenza (θηλ.ουσ)
inframmettere (ρ. μτβ.)
inframmettersi (ρ.μ. (αντων.))
inframmezzare (ρ. μτβ.)
infrancesare (ρ. μτβ.)
infrancesarsi (ρ.μ. (αντων.))
infrangere (ρ. μτβ.)
infrangersi (ρ.μ. (αντων.))
infrangibile (επίθ.)
infrangimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---