Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfossàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [infosˈsare] βάζω κάτι σε όρυγμα infossàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [infosˈsarsi] 1 κοιλαίνω 2 γουβιάζω 3 βαθουλώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |