Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


infossàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [infosˈsare]

βάζω κάτι σε όρυγμα

infossàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [infosˈsarsi]

1 κοιλαίνω
2 γουβιάζω
3 βαθουλώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  infossamento infossato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infortunio (ουσ αρσ )
infortunistica (θηλ.ουσ)
infortunistico (επίθ.)
infoscarsi (ρ.μ. (αντων.))
infossamento (ουσ αρσ )
infossare (ρ. μτβ.)
infossarsi (ρ. μ. αμτβ.)
infossato (επίθ.)
infracidire (ρ.αμτβ.)
infradiciamento (ουσ αρσ )
infradiciare (ρ. μτβ.)
infradiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
infradiciata (θηλ.ουσ)
infradiciato (επίθ.)
infradiciatura (θηλ.ουσ)
infragilimento (ουσ αρσ )
inframmettente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
inframmettenza (θηλ.ουσ)
inframmettere (ρ. μτβ.)
inframmettersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---