Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinfortunàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [infortuˈnarsi] 1 τραυματίζομαι 2 παθαίνω ατύχημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |