Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

indoeuropèo (αρσ. επίθ και ουσ) indoratóre (αρσ. επίθ και ουσ)
indogermànico (αρσ. επίθ και ουσ) indoratùra (θηλ.ουσ)
indoirànico (αρσ. επίθ και ουσ) indossàre (ρ. μτβ.)
indolcìre (ρ.αμτβ.) indossatóre (ουσ αρσ )
indolcìre (ρ. μτβ.) indossatrìce (θηλ.ουσ)
indolcirsi (ρ.μ. (αντων.)) indòsso (επίρ.)
ìndole (θηλ.ουσ) Indostàn (ουσ αρσ πληθ.)
indolènte (επίθ.) indostàno (αρσ. επίθ και ουσ)
indolènza (θηλ.ουσ) indótto (ουσ αρσ )
indolenziménto (ουσ αρσ ) indòtto (επίθ.)
indolenzìre (ρ.αμτβ.) indottrinaménto (ουσ αρσ )
indolenzìre (ρ. μτβ.) indottrinàre (ρ. μτβ.)
indolenzirsi (ρ.μ. (αντων.)) indovìna (θηλ.ουσ)
indolenzìto (επίθ.) indovinàbile (επίθ.)
indòlo (ουσ αρσ ) indovinàre (ρ. μτβ.)
indolóre (επίθ.) indovinarla (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
indomàbile (επίθ.) indovinàto (επίθ.)
indomàni (επίρ.) indovinèllo (ουσ αρσ )
indomàto (επίθ.) indovìno (ουσ αρσ )
indomenicàto (επίθ.) indovìno (επίθ.)
indòmito (επίθ.) indù (ουσ αρσ και θηλ.)
indonesiàno (αρσ. επίθ και ουσ) indù (επίθ.)
indoraménto (ουσ αρσ ) indubbiaménte (επίρ.)
indoràre (ρ. μτβ.) indùbbio (επίθ.)
indorarsi (ρ.μ. (αντων.)) indubitàbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: