Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

governàle (ουσ αρσ ) gradataménte (επίρ.)
governànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) gradazióne (θηλ.ουσ)
governàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) gradévole (επίθ.)
governarsi (ρ.μ. (αντων.)) gradevolézza (θηλ.ουσ)
governatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) gradiènte (ουσ αρσ )
governatoràto (ουσ αρσ ) gradiménto (ουσ αρσ )
governatóre (ουσ αρσ ) gradìna (θηλ.ουσ)
governatoriàle (επίθ.) gradinàre (ρ. μτβ.)
governatùra (θηλ.ουσ) gradinàta (θηλ.ουσ)
govèrno (ουσ αρσ ) gradinatùra (θηλ.ουσ)
gózzo (ουσ αρσ ) gradìno (ουσ αρσ )
gozzovìglia (θηλ.ουσ) gradìre (ρ. μτβ.)
gozzovigliàre (ρ.αμτβ.) gradìto (επίθ.)
gozzùto (αρσ. επίθ και ουσ) gràdo (ουσ αρσ )
gracchiaménto (ουσ αρσ ) gradóne (ουσ αρσ )
gracchiàre (ρ.αμτβ.) graduàbile (επίθ.)
gracchìo (ουσ αρσ ) graduàle (επίθ.)
Gràcco (κύρ.όν. αρσ.) gradualìsmo (ουσ αρσ )
gracidàre (ρ.αμτβ.) gradualìstico (επίθ.)
gracidìo (ουσ αρσ ) gradualità (θηλ.ουσ)
gràcile (επίθ.) gradualménte (επίρ.)
gracilità (θηλ.ουσ) graduàre (ρ. μτβ.)
gràcola (θηλ.ουσ) graduàto (ουσ αρσ )
gradassàta (θηλ.ουσ) graduàto (επίθ.)
gradàsso (ουσ αρσ ) graduatòria (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: