Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

duecentèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) duodèno (ουσ αρσ )
duecentìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) duòlo (ουσ αρσ )
duecènto ( απόλ. αριθμ. επίθ.) duòmo (ουσ αρσ )
duellànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) duopòlio (ουσ αρσ )
duellàre (ρ.αμτβ.) dùplex (αρσ. επίθ και ουσ)
duellìsta (ουσ αρσ και θηλ.) duplicàre (ρ. μτβ.)
duèllo (ουσ αρσ ) duplicàto (ουσ αρσ )
duemìla ( απόλ. αριθμ. επίθ.) duplicatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
duepèzzi (ουσ αρσ ) duplicazióne (θηλ.ουσ)
duétto (ουσ αρσ και θηλ.) dùplice (θηλ. επίθ και ουσ)
dùglia (θηλ.ουσ) duplicità (θηλ.ουσ)
dugòngo (ουσ αρσ ) duràbile (επίθ.)
dulcamàra (ουσ αρσ ) durabilità (θηλ.ουσ)
dulcamàra (θηλ.ουσ) duràcino, duracìno (επίθ.)
dulcinèa (θηλ.ουσ) durallumìnio (ουσ αρσ )
dulìa (θηλ.ουσ) duramàdre (θηλ.ουσ)
dumdùm (αρσ. επίθ και ουσ) duràme (ουσ αρσ )
dùna (θηλ.ουσ) duraménte (επίρ.)
dùnque (σύνδ.) durànte (πρόθ.)
dùo (ουσ αρσ ) duràre (ρ.αμτβ.)
duodècima (θηλ.ουσ) duràta (θηλ.ουσ)
duodecimàle (επίθ.) duratìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
duodècimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) duratùro (επίθ.)
duodenàle (επίθ.) durévole (επίθ.)
duodenìte (θηλ.ουσ) durevolézza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: