Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόduplicàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dupliˈkato] 1 το αντίγραφο 2 (di chiave) το αντικλείδι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |