Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόduplicità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [dupliʧiˈta] 1 διπλασιασμός 2 δολιότητα 3 διπροσωπία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |