Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόduràme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [duˈrame] 1 εσωτερικό σκληρό τμήμα ξύλου 2 καρδιά του ξύλου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |