Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdurévole
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [duˈrevole] 1 μόνιμος 2 στέρεος 3 ανθεκτικός 4 διαρκής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |